ἀσύντακτοι

ἀσύντακτοι
ἀσύντακτος
disorganized
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… …   Dictionary of Greek

  • Σαραντάπορο — Όνομα δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (248 κάτ., υψόμ. 800), στην επαρχία Καρδίτσας, του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Νεράιδας. 2. Ορεινός οικισμός (938 κάτ., υψόμ. 840), στην επαρχία Ελασσόνας του νομού Λαρίσης. Είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”